- νυκταλωπίασις
- νυκταλωπίασις, ἡ (Α) [νυκταλωπιώ]πάθηση κατά την οποία εξασθενεί η όραση τού ασθενούς στη διάρκεια τής νύχτας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νυκταλωπίασις — night blindness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτάλωψ — νυκτάλωψ, ωπος, ὁ και ἡ (Α) 1. αυτός που λόγω παθήσεως τών οφθαλμών βλέπει κατά τη διάρκεια τής νύχτας και όχι κατά τη διάρκεια τής ημέρας 2. αυτός που αδυνατεί να δει κατά τη νύχτα 3. αυτός που δεν βλέπει ούτε τη νύχτα ούτε την ημέρα 4. ως ουσ.… … Dictionary of Greek